ὄξυνα

ὄξυνα
ὄξῡνα , ὀξύνω
Acut. (Sp.)
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξύνω — όξυνα, οξύνθηκα, οξυμμένος 1. κάνω κάτι μυτερό. 2. μτφ., ερεθίζω: Οι σχέσεις τους οξύνθηκαν. 3. τονίζω λέξη με οξεία: Κάθε βραχεία συλλαβή οξύνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οξύνω — οξύνω, όξυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”